μεγαθυμία

μεγαθυμία
lütüf, kerem, bağışlama

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεγαθυμία — η 1. μεγαλοψυχία, γενναιοψυχία 2. ανεκτικότητα, υπομονητικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάθυμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στον Π. Λαζαρή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”